- μερολήπτης
- οαυτός που μεροληπτεί, μεροληπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρο-λήπτης, προσωπο-λήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μεροληπτώ — 1. υποστηρίζω ορισμένο πρόσωπο, επειδή τό συμπαθώ, ή ορισμένη άποψη, επειδή μέ συμφέρει, παίρνω το μέρος κάποιου, δεν είμαι αντικειμενικός στην κρίση μου («δεν βγήκε δίκαιη απόφαση, επειδή τα μέλη τής επιτροπής μερολήπτησαν») 2. (ειδικά για… … Dictionary of Greek
μεροληψία — η 1. σύνταξη με το μέρος κάποιου, μεροληπτική στάση, έλλειψη αντικειμενικότητας στην κρίση για λόγους συμφέροντος 2. μονομέρεια, φανατισμός στις αντιλήψεις ή στις κρίσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek